ἔχθρα

ἔχθρα
ἔχθρ-α, [dialect] Ion. [full] ἔχθρη, ,
A hatred, enmity, Hdt.5.81, Pi.P.4.145, etc.: in philos. sense, = νεῖκος 1.5, Plot.3.2.2; ἔ. τινός hatred for, enmity to one, Antipho 2.4.1, Th.3.10;

κατ' ἔχθραν τινός Ar.Pax 133

;

ἔ. ἔς τινα Hdt.1.5

, Th.2.68;

εἴς θεόν Ep.Rom.8.7

;

πρός τινα A.Pr.491

(pl.), Th.2.68; δι' ἔχθρας μολεῖν, ἀφῖχθαί τινι, to be at feud with one, E.Ph. 479, Hipp.1164;

δι' ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι Ar.Ra.1412

;

εἰς ἔ. βάλλειν τινά A.Pr.390

;

εἰς ἔ. ἐλθεῖν D.21.62

;

καταστῆσαί τινας εἰς ἔχθραν τῷ δήμῳ X.HG3.5.9

;

πολλὴν εἰς ἔχθραν ἀλλήλοις καὶ πολλῶν πέρι καθίστανται Pl.Plt.307d

, cf. Isoc.9.67; πρὸς ἔχθραν from personal enmity, D.18.141; ἔ. συμβάλλειν, συνάπτειν τινί, to engage in hostility with . . , E.Med.45, Heracl.459;

ἔ. τισὶν ἄρασθαι D.21.132

;

καταλλάσσεσθαι τὰς ἔ. Hdt.7.145

;

λύσασαν ἔ. τὴν πάρος E.Tr.50

;

τὰς μεγάλας ἔ. διαλύεσθαι Th.4.19

;

πρὸς ἀλλήλους ἔ. ἀνείλοντο Is.1.9

;

διαλλαχθῆναι τῆς ἔ. And.2.26

: prov., Ἐμπεδοκλέους ἔ., of undying hatred, Lys. Fr.261 S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔχθρα — ἔχθρᾱ , ἔχθρα hatred fem nom/voc/acc dual ἔχθρᾱ , ἔχθρα hatred fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἔχθρᾱ , ἔχθρη hatred fem nom/voc/acc dual ἔχθρᾱ , ἔχθρη hatred fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχθρα — έχθρα, η και έχτρα, η και έχθρητα, η εχθρότητα, μίσος, αντιπάθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔχθρᾳ — ἔχθραι , ἔχθρα hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρα hatred fem dat sg (attic doric aeolic) ἔχθραι , ἔχθρη hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρη hatred fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχθρα — η και έχτρα και έχθρητα και όχτρητα (ΑΜ ἔχθρα, Α ιων. τ. ἔχθρη) [εχθρός] εχθρική διάθεση, εχθρότητα, απέχθεια, αποστροφή, μίσος («ἀρχὴν τῆς ἔχθρης τῆς ἐς τοὺς Ἕλληνας», Ηρόδ.) αρχ. παροιμ. «Ἐμπεδοκλέους ἔχθρα» άσβεστο μίσος …   Dictionary of Greek

  • ἐχθρά — ἐχθρός hated neut nom/voc/acc pl ἐχθρά̱ , ἐχθρός hated fem nom/voc/acc dual ἐχθρά̱ , ἐχθρός hated fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθρᾷ — ἐχθρός hated fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχθρας — ἔχθρᾱς , ἔχθρα hatred fem acc pl ἔχθρᾱς , ἔχθρα hatred fem gen sg (attic doric aeolic) ἔχθρᾱς , ἔχθρη hatred fem acc pl ἔχθρᾱς , ἔχθρη hatred fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχθραι — ἔχθρα hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρα hatred fem dat sg (attic doric aeolic) ἔχθρη hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρη hatred fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχθραν — ἔχθρᾱν , ἔχθρα hatred fem acc sg (attic doric aeolic) ἔχθρᾱν , ἔχθρη hatred fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθράν — ἐχθρά̱ν , ἐχθρός hated fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθράς — ἐχθρά̱ς , ἐχθρός hated fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”